ὀργιᾷ

ὀργιᾷ
ὀργιάω
to be fierce
pres subj mp 2nd sg
ὀργιάω
to be fierce
pres ind mp 2nd sg (epic)
ὀργιάω
to be fierce
pres subj act 3rd sg
ὀργιάω
to be fierce
pres ind act 3rd sg (epic)
ὀργιάζω
celebrate
fut ind mid 2nd sg (epic)
ὀργιάζω
celebrate
fut ind act 3rd sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὄργια — secret rites neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όργια — Μονάδα μήκους, που χρησιμοποιείται συνήθως για τη μέτρηση του βάθους των νερών. Είναι αιγυπτιακής προέλευσης και ισούται με περίπου 1,85 μ.. Από τον Μεσαίωνα έως την καθιέρωση του δεκαδικού συστήματος, την ο. τη χώριζαν σε 6 πόδες ή 72 δακτυλίους …   Dictionary of Greek

  • όργια — τα 1. στους αρχαίους, μυστική λατρεία από τους μυημένους μόνο: Όργια Διονύσου, Κυβέλης. 2. σαρκικές ακολασίες. 3. πράξεις ανήθικες: Όργιο παρανομιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οργιά — Μονάδα μήκους, που χρησιμοποιείται συνήθως για τη μέτρηση του βάθους των νερών. Είναι αιγυπτιακής προέλευσης και ισούται με περίπου 1,85 μ.. Από τον Μεσαίωνα έως την καθιέρωση του δεκαδικού συστήματος, την ο. τη χώριζαν σε 6 πόδες ή 72 δακτυλίους …   Dictionary of Greek

  • οργιά — η 1. μέτρο μήκους, ίσο με το άνοιγμα των χεριών στα πλάγια: Μάλωναν για δυο οργιές τόπο. 2. ναυτικό μέτρο ίσο με δύο γιάρδες (1 γιάρδα = 0,914 μέτρα) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀργιά — ὀργιάς ecstatic and mystic fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀργιάσαι — ὀργιά̱σᾱͅ , ὀργιάω to be fierce pres part act fem dat sg (doric) ὀργιά̱σαῑ , ὀργιάω to be fierce aor opt act 3rd sg (attic doric) ὀργιά̱σᾱͅ , ὀργιάζω celebrate fut part act fem dat sg (doric) ὀργιάζω celebrate aor inf act ὀργιάσαῑ , ὀργιάζω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄργι' — ὄργια , ὄργια secret rites neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀργιάσοντες — ὀργιά̱σοντες , ὀργιάω to be fierce fut part act masc nom/voc pl (attic doric) ὀργιάζω celebrate fut part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀργιάσων — ὀργιά̱σων , ὀργιάω to be fierce fut part act masc nom sg (attic doric) ὀργιάζω celebrate fut part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”